κατασπᾶν

κατασπᾶν
κατασπάω
draw
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κατασπάω
draw
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κατασπάω
draw
pres part act masc nom sg (doric aeolic)
κατασπᾶ̱ν , κατασπάω
draw
pres inf act (epic doric)
κατασπάω
draw
pres inf act (attic doric)
κατασπάω
draw
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κατασπάω
draw
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κατασπάω
draw
pres part act masc nom sg (doric aeolic)
κατασπᾶ̱ν , κατασπάω
draw
pres inf act (epic doric)
κατασπάω
draw
pres inf act (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατασπᾷν — κατασπάω draw pres inf act κατασπάω draw pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασπάζω — και κατασπάνω και κατασπώ (AM κατασπῶ, άω) σπάζω κάτι τελείως, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω νεοελλ. εκνευρίζω κάποιον υπερβολικά αρχ. 1. τραβώ κάτω 2. (για πλοία) σύρω στη θάλασσα 3. δρέπω καρπούς από κάποιον 4. πάσχω από σπασμούς 5. λιποθυμώ …   Dictionary of Greek

  • σκιάδιο — το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ [σκιά / σκιάς, άδος] 1. ομπρέλα, αλεξήλιο 2. πλατύγυρο καπέλο 3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας νεοελλ. ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”